- ουρολογικός
- η , ό[ν] мед. урологический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ουρολογικός — ή, ό [ουρολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρολογία … Dictionary of Greek
ουρολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρολογία: Ουρολογική εξέταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)